ταρτουφισμός

ταρτουφισμός
ο лицемерие, ханжество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταρτουφισμός" в других словарях:

  • ταρτουφισμός — ο, Ν η διαγωγή τού Ταρτούφου, προσπάθεια απόκρυψης ελαττωμάτων με συνεχείς ηθικολογίες, υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταρτούφος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1820 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ταρτουφισμός — ο η διαγωγή του Ταρτούφου (βλ. λ.), η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»